μοναρχικός

μοναρχικός
-ή, -ό
ο σχετικός με τη μοναρχία ή το μονάρχη: Μοναρχικό καθεστώς.
————————
ο
θηλ. ο οπαδός του μοναρχικού πολιτεύματος: Οι μοναρχικοί διαδήλωσαν για την επιστροφή του βασιλιά στη χώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοναρχικός — monarchical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχικώτερον — μοναρχικός monarchical adverbial comp μοναρχικός monarchical masc acc comp sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικῶν — μοναρχικός monarchical fem gen pl μοναρχικός monarchical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικόν — μοναρχικός monarchical masc acc sg μοναρχικός monarchical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικαῖς — μοναρχικός monarchical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικαί — μοναρχικός monarchical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικοί — μοναρχικός monarchical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικοῦ — μοναρχικός monarchical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχικῆς — μοναρχικός monarchical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”